κατακαίνω

κατακαίνω
κατακαίνω (Α)
κατακτείνω*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + καίνω «φονεύω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κατακαίνω — κατά καίνω kill pres subj act 1st sg κατά καίνω kill pres ind act 1st sg κατά καινόω make new pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) κατά καινόω make new imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καίνω — (Α) φονεύω, σφάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μια άποψη, το ρ. καίνω σχηματίστηκε υποχωρητικά και κατ απόσπασιν από το απρμφ. αορ. κατα κανεῑν, το οποίο προέκυψε ανομοιωματικά από το απρμφ. αορ. κατα κτανεῑν του ρ. κατακτείνω. Δεδομένης όμως τής παλαιότητας… …   Dictionary of Greek

  • κατακονά — κατακονά, ἡ (Α) [κατακαίνω] διαφθορά, καταστροφή …   Dictionary of Greek

  • συγκατακαίνω — Α συγκατακτείνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κατακαίνω «φονεύω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”